καταγγειούμαι

καταγγειούμαι
καταγγειοῡμαι και καταγγιοῡμαι, -όομαι (Α)
είμαι γεμάτος αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀγγειοῦμαι (< ἀγγεῖον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατηγγειωμένως — (Α) επίρρ. διὰ μέσου αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηγγειωμένος τού ρ. καταγγειούμαι «είμαι γεμάτος αιμοφόρα αγγεία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”